- μητρόπολη
- Ονομασία τριών οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 134 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του νομού, στον όρμο Κυπαρίσσι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζάρακα.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 379 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΝΔ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας.
3. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 155 μ., 1.587 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 9 χλμ. Δ της Καρδίτσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.
* * *η (ΑΜ μητρόπολις, Α δωρ. τ. ματρόπολις, ποιητ. τ. μητρόπτολις)1. πόλη από την οποία δημιουργήθηκαν άλλες πόλεις, δηλαδή οι αποικίες («μητρόπολις Δωριέων τῶν ἐν Πελοποννήσῳ», Ηρόδ.)2. η πρωτεύουσα χώρας, καθώς και το κύριο πολιτικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό κέντρο ενός τόπου («η Μέκκα είναι μητρόπολη τού μωαμεθανισμού»)νεοελλ.χώρα που ασκεί αποικιακό έλεγχο σε άλλες χώρες («η Βρετανία ήταν μητρόπολη πολλών χωρών τού κόσμου»)νεοελλ.-μσν.1. η έδρα και η κατοικία τού μητροπολίτη, καθώς και η περιοχή στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία του2. ο επισημότερος ναός μιάς πόλης, ο οποίος είναι αφιερωμένος στον προστάτη άγιό της και στον οποίο λειτουργεί ο μητροπολίτης ή ο επίσκοπος, αλλ. καθεδρικός ναόςαρχ.1. (στην Αίγυπτο) πρωτεύουσα νομού2. πατρίδα3. γενέτειρα πόλη τής μητέρας κάποιου4. μτφ. κυριότερη βάση, ορμητήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + πόλις. Τη λ. δανείστηκε η λατ. και από αυτήν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. metropolis, γαλλ. metropole, γερμ. Μetropole). Βλ. και λ. μετρό].
Dictionary of Greek. 2013.